δρυοπαγὴς

δρυοπαγὴς
δρῠο-πᾰγὴς στόλος, in S.Fr 702, expld. by Eust. 1726.16 as ὁ δρύϊνος πάσσαλος, the
A oak-fastening instrument, an oaken bolt. (Cf. στόλος, = ἔμβολον, A.Pers.408.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρυοπαγής — δρυοπαγής, ές (AM) δρύινος …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”